αναπαίρνω

αναπαίρνω
[παίρνω]
1. παίρνω
2. (για έμψυχα και άψυχα) ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναζωογονούμαι, δυναμώνω
3. συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου
4. ενθαρρύνομαι
5. (για τον καιρό) βελτιώνομαι
6. (για τη βροχή) μετριάζω, καταπαύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανάπαρτος — η, ο [αναπαίρνω] 1. αυτός που παρασύρθηκε μακριά και εξαφανίστηκε 2. αυτός που εκστασιάστηκε, που περιήλθε σε έκσταση από θαυμάσιο θέαμα, όνειρο, οπτασία κ.λπ. 3. αυτός που έπαθε διασάλευση τού νου, ο εκτός εαυτού, αλλόφρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”