- αναπαίρνω
- [παίρνω]1. παίρνω2. (για έμψυχα και άψυχα) ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναζωογονούμαι, δυναμώνω3. συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου4. ενθαρρύνομαι5. (για τον καιρό) βελτιώνομαι6. (για τη βροχή) μετριάζω, καταπαύω.
Dictionary of Greek. 2013.